- ὑμέλαι
- ὑμέλαι· στερραί, Theognost.Can. 22: ὑμέλην· στεῖραν, ἄγονον, Suid.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
υμέλη — ἡ, Α 1. (κατά τον Θέογν.) «ὑμέλαι στερραί» 2. (κατά το λεξ. Σούδα) «ὑμέλην στεῑραν, ἄγονον» … Dictionary of Greek